- καρποφορίας
- καρποφορίᾱς , καρποφορίαfruit-bearingfem acc plκαρποφορίᾱς , καρποφορίαfruit-bearingfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
плодоносиѥ — ПЛОДОНОСИ|Ѥ (18), ˫А с. 1.Плодоношение: начатокъ есть плодъносию цвѣтъ. та же по томъ плодъ. ИларПосл XI сп. XIV/XV, 198; пло(д)носенъ да буде(т) виногра(д)… и сверша˫асѧ. исходить на плодоносиѥ. и тако посѣкаетсѧ… окоповаетсѧ розги ѿсѣкають ему… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Φλοιάσιος — και Φλιάσιος και Φλυήσιος, ὁ, Α (στη Σπάρτη) ονομασία μήνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ονομασία μήνα στη Σπάρτη, η οποία συνδέεται συνήθως με κάποιο από τα δύο συγγενή ρ. φλέω* ή φλύω* μέσω τής κοινής σημ. «είμαι γεμάτος χυμό, είμαι ανθηρός», λόγω τού ότι ο μήνας… … Dictionary of Greek
βιολογία — Επιστήμη που ερευνά τους γενικούς νόμους που διέπουν τη ζωή. Ο όρος χρησιμοποιείται άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που ερευνά τις σχέσεις μεταξύ των ζωντανών οργανισμών και του περιβάλλοντός τους και άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που… … Dictionary of Greek
επίκαρπος — ο (Α ἐπίκαρπος, ον) νεοελλ. ως ουσ. το εξωτερικό περίβλημα τού καρπού, η φλούδα αρχ. αυτός που καρποφορεί, που βρίσκεται στην εποχή τής καρποφορίας … Dictionary of Greek
εσπεριδοειδή — Είδη και ποικιλίες καρποφόρων δέντρων της φυλής των κιτρίων και κυρίως του γένους κίτρο, οι καρποί των οποίων εκτιμώνται ιδιαίτερα για την εύχυμη γλυκόξινη ή ξινή σάρκα τους. Τα ε. καλλιεργούνται στις θερμές, εύκρατες, υποτροπικές και τροπικές… … Dictionary of Greek
ινδουισμός — Η κυριότερη ινδική θρησκεία, που δημιουργήθηκε από τη συγχώνευση άριων δοξασιών, λαϊκών μορφών λατρείας και βραχμανισμού. H διαμόρφωση αυτού του θρησκευτικού συγκρητισμού έγινε σε συνάρτηση με τη στρατιωτική επέκταση προς τα ανατολικά και τα… … Dictionary of Greek
καλοκαιρία — και καλοκαιριά, η (AM καλοκαιρία Μ και καλοκαιριά) νεοελλ. 1. θερινή εποχή, θερινές ημέρες 2. παροιμ. «καλοκαιριά τής Παπαντής, μαρτιάτικος χειμώνας» ο καλός καιρός κατά τη ημέρα τής Υπαπαντής προοιωνίζεται βαρύ χειμώνα κατά τον Μάρτιο νεοελλ.… … Dictionary of Greek
κλάδεμα — Το σύνολο των δενδροκομικών εργασιών που πραγματοποιούνται στα ξυλώδη φυτά, με σκοπό να ρυθμιστεί η ανάπτυξή τους ή η παραγωγή καρπών. Αντικείμενα του κ. μπορούν να είναι όλα τα μέρη του φυτού, όπως κλάδοι, κλαδίσκοι, φύλλα, ρίζες, καρποί, άνθη… … Dictionary of Greek
κορφολόγημα — και κορυφολόγημα, το (γεωπ.) το κόψιμο τών κορυφών τών βλαστών και τών άκρων τών κλαδιών σε ορισμένα καλλιεργούμενα φυτά που αποσκοπεί στη βελτίωση τής καρποφορίας, στην επιτάχυνση τής συγκομιδής, στο μεγάλωμα τών φύλλων ή που γίνεται για… … Dictionary of Greek
μεταφύτευση — Στη γεωργία και στην κηπουρική αφορά την εξαγωγή φυτών, νεαρής κυρίως ηλικίας, από το έδαφος (με τις ρίζες τους και συχνά με σβώλο χώματος), με σκοπό να φυτευθούν σε άλλη θέση, ολοκληρώνοντας εκεί πλέον την ανάπτυξή τους. Συχνά, οι μ. είναι… … Dictionary of Greek